rust

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

rust (en)

  1. σκουριά
  2. χρώμα σκουριάς
  3. (μεταφορικά) αδράνεια, σκούριασμα
  4. οξείδωση
  5. διάβρωση

Ρήμα

rust (en)

  1. σκουριάζω
  2. αποδυναμώνομαι από το καθισιό, την μη κινητικότητα, την μη δράση
  3. διαβιβρώσκω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.