σκούριασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκούριασμα τα σκουριάσματα
      γενική του σκουριάσματος των σκουριασμάτων
    αιτιατική το σκούριασμα τα σκουριάσματα
     κλητική σκούριασμα σκουριάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκούριασμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σκούριασμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σκουριάζω (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
    η υγρασία της περιοχής επιτάχυνε το σκούριασμα των μεταλλικών αντικειμένων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.