rubané

Γαλλικά (fr)

Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | rubané | rubanés |
| θηλυκό | rubanée | rubanées |
rubané (fr)
- που η επιφάνειά του έχει στενόμακρες ζώνες
- που αποτελείται από ένα στενόμακρο κομμάτι μετάλλου
- λεπτός και επίπεδος σαν κορδέλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.