rubané

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rubané rubanés
θηλυκό rubanée rubanées

rubané (fr)

  1. που η επιφάνειά του έχει στενόμακρες ζώνες
  2. που αποτελείται από ένα στενόμακρο κομμάτι μετάλλου
  3. λεπτός και επίπεδος σαν κορδέλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.