ros

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

ros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hroseh₂

Ουσιαστικό

ros (la) αρσενικό

  1. δροσιά
  2. υγρασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ros rorēs
γενική roris rorum
δοτική rorī roribus
αιτιατική rorem rorēs
κλητική ros rorēs
αφαιρετική rore roribus
(γ' κλίση)



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

ros (ro)

  1. φθαρμένος



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

ros (sv)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.