δυοσμαρίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυοσμαρίνι τα δυοσμαρίνια
      γενική του δυοσμαρινιού των δυοσμαρινιών
    αιτιατική το δυοσμαρίνι τα δυοσμαρίνια
     κλητική δυοσμαρίνι δυοσμαρίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
η γενική είναι δύσχρηστη
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυοσμαρίνι < ροσμαρί (με επίδραση της λέξης δυόσμος)

Ουσιαστικό

δυοσμαρίνι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.