ready
Αγγλικά (en)
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | ready |
| συγκριτικός | readier |
| υπερθετικός | readiest |
ready (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) έτοιμος, ετοιμάζω, πλήρως προετοιμασμένος για αυτό που πρόκειται να κάνω και μπορώ να το ξεκινήσω αμέσως
- ↪ I am ready for work/for a trip/to act.
- Είμαι έτοιμος για δουλειά/για ταξίδι/να ενεργήσω.
- ↪ I was not ready for something like this.
- Δεν ήμουν έτοιμος για κάτι τέτοιο.
- ↪ I was ready to leave when…
- Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν…
- ↪ I am getting the kids ready for school.
- Ετοιμάζω τα παιδιά για το σχολείο.
- ↪ Get ready! - Ετοιμάσου!
- ↪ I will get ready in 5 minutes.
- Θα ετοιμαστώ σε 5 λεπτά.
- ↪ I will get ready as fast as I can.
- Θα ετοιμαστώ όσο πιο γρήγορα μπορώ.
- ↪ Suddenly, as we were getting ready, a torrential downpour started.
- Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
- ≈ συνώνυμα: prepared και set
- ↪ I am ready for work/for a trip/to act.
Επίρρημα
ready (en)
- (χρησιμοποιείται πριν από παθητική μετοχή, ειδικά σε σύνθετες) έτοιμος, που έχει ήδη ολοκληρωθεί
- ↪ ready-made clothes - έτοιμα ρούχα
Ρήμα
| ενεστώτας | ready |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | readies |
| αόριστος | readied |
| παθητική μετοχή | readied |
| ενεργητική μετοχή | readying |
ready (en)
- (μεταβατικό, επίσημο) ετοιμάζω κάποιον ή κάτι για κάτι ή ετοιμάζομαι
Πηγές
- ready (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- ready (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- ready (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 340. ISBN 9780194325684., λήμμα: ετοιμάζω, έτοιμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.