pool

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
pool pools

pool (en)

  1. (γεωγραφία) μικρή λίμνη, λιμνούλα
     συνώνυμα: puddle
  2. η πισίνα
     συνώνυμα: swimming pool
  3. (αθλητισμός) μπιλιάρδο (με στοίχημα)
     συνώνυμα: pocket billiards, pool billiards
  4. (πληροφορική) σύνολο ομοειδών πόρων που είναι έτοιμοι για χρήση σε ένα υπολογιστικό σύστημα
    thread pool

Ρήμα

ενεστώτας pool
γ΄ ενικό ενεστώτα pools
αόριστος pooled
παθητική μετοχή pooled
ενεργητική μετοχή pooling

pool (en)

  • βάζω μαζί, συγκεντρώνω χρήματα, πληροφορίες κτλ. από διαφορετικούς ανθρώπους για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από όλους
    We all pooled our savings together to buy a bike.
    Βάλαμε όλοι μαζί τις οικονομίες μας ν' αγοράσουμε ποδήλατο.

Πηγές



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

pool (nl)

  • (γεωγραφία) πόλος
    De Noordpool - Ο Βόρειος πόλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.