λιμνούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμνούλα οι λιμνούλες
      γενική της λιμνούλας
    αιτιατική τη λιμνούλα τις λιμνούλες
     κλητική λιμνούλα λιμνούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμνούλα < λίμν(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

λιμνούλα θηλυκό

  1. μικρή λίμνη
  2. (μεταφορικά) μικρή συγκέντρωση υγρού
      Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.