puddle

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
puddle puddles

Ουσιαστικό

puddle (en)

  • η λιμνούλα, μια μικρή ποσότητα νερού ή άλλου υγρού, ειδικά βροχής, που έχει μαζευτεί σε ένα σημείο στο έδαφος
    A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
    Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.