poignant
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | poignant |
| συγκριτικός | more poignant |
| υπερθετικός | most poignant |
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
poignant (en)
- αιχμηρός
- εύστοχος (π.χ. ως επισήμανση)
- σπαραχτικός, οδυνηρός, πληγωτικός
- συγκινητικός, που συγκινεί, που προκαλεί συγκίνηση
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pwa.ɲɑ̃/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | poignant | poignants |
| θηλυκό | poignante | poignantes |
poignant (fr)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.