plague

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
plague plagues

plague (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η πανούκλα, η πανώλη
    the bubonic plague - η βουβωνική πανούκλα
  2. η επιδημία, κάθε ασθένεια που μεταδίδεται γρήγορα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους
    a typhoid/cholera plague - επιδημία τύφου/χολέρας
     συνώνυμα: epidemic
  3. η μάστιγα, μεγάλοι αριθμοί ζώου ή εντόμου που έρχονται σε μια περιοχή και προκαλούν μεγάλες ζημιές
    Flies/Mosquitoes are a real plague in the summer here.
    Οι μύγες/Τα κουνούπια είναι πραγματική μάστιγα το καλοκαίρι εδώ.

Ρήμα

ενεστώτας plague
γ΄ ενικό ενεστώτα plagues
αόριστος plagued
παθητική μετοχή plagued
ενεργητική μετοχή plaguing

plague (en)

  • μαστίζω, προκαλώ πόνο ή κάνω πρόβλημα για κάποιον ή κάτι σε μια χρονική περίοδο
    Our shores were plagued by pirates.
    Οι ακτές μας μαστίζονταν από τους πειρατές.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.