plague
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| plague | plagues |
plague (en)
- (μη μετρήσιμο) η πανούκλα, η πανώλη
- ↪ the bubonic plague - η βουβωνική πανούκλα
- η επιδημία, κάθε ασθένεια που μεταδίδεται γρήγορα και σκοτώνει πολλούς ανθρώπους
- η μάστιγα, μεγάλοι αριθμοί ζώου ή εντόμου που έρχονται σε μια περιοχή και προκαλούν μεγάλες ζημιές
- ↪ Flies/Mosquitoes are a real plague in the summer here.
- Οι μύγες/Τα κουνούπια είναι πραγματική μάστιγα το καλοκαίρι εδώ.
- ↪ Flies/Mosquitoes are a real plague in the summer here.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.