pianissimo
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- pianissimo < (άμεσο δάνειο) ιταλική pianissimo υπερθετικός βαθμός του piano
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| pianissimo | pianissimos και pianissimi |
pianissimo (fr) αρσενικό
- το πιανίσιμο
Ιταλικά (it)

Μουσικό σύμβολο pianissimo.
Επίρρημα
pianissimo (it)
- υπερθετικός βαθμός του piano, πολύ σιγανά
- (μουσική) πιανίσιμο, πολύ σιγανά
- σύμβολο: pp
Αντώνυμα
Παράγωγα
- pianissimissimo
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.