-issimo
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- -issimo < λατινική -issimus
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈis.si.mo/ (προφέρονται τα δύο [s])
Επίθημα
- (υπερθετικός βαθμός) κατάληξη για το σχηματισμό υπερθετικού βαθμού
- επιθέτων
- fort(e) > fortissimo (ισχυρότατος), fortissima (θηλυκό)
- bell(o) > bellissimo (ωραιότατος), fortissima (θηλυκό)
- επιρρημάτων
- ben(e) > benissimo (άριστα, πολύ καλά)
- ειρωνικό, χιομουριστικό επιτατικό)
- final(e) (θηλυκό: τελικός αγώνας) > finalissima (ο τελικός των τελικών, ο σούπερ τελικός)
- επιθέτων
- κατάληξη σε ρήματα που λήγουν σε -ire για το σχημαστιμό του πρώτου προσώπου πληθυντικού της υποτακτικής του παρατατικού
- sal(ire) (να σηκώνομαι, salgo (σηκώνομαι)) > salissimo (να σηκωνόμασταν)
Παράγωγα
- Ιταλικές λέξεις με επίθημα -issimo στο Βικιλεξικό
- για επιρρήματα, -issima + επίθημα -mente
- bellissimo (ωραιότατος) > bellissimamente (ωραιότατα)
- εκφραστική επανάληψη: -issim -issim -issim ...o
- fortissimo > fortissimissimo, fortissimissimissimo, ...
- άλλες μορφές: fortississimo
Πηγές
- αναζήτηση: -issimo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.