-issimo

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

-issimo < λατινική -issimus

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈis.si.mo/ (προφέρονται τα δύο [s])

Επίθημα

-issimo (it)

  1. (υπερθετικός βαθμός) κατάληξη για το σχηματισμό υπερθετικού βαθμού
    1. επιθέτων
      fort(e) > fortissimo (ισχυρότατος), fortissima (θηλυκό)
      bell(o) > bellissimo (ωραιότατος), fortissima (θηλυκό)
    2. επιρρημάτων
      ben(e) > benissimo (άριστα, πολύ καλά)
    3. ειρωνικό, χιομουριστικό επιτατικό)
      final(e) (θηλυκό: τελικός αγώνας) > finalissima (ο τελικός των τελικών, ο σούπερ τελικός)
  2. κατάληξη σε ρήματα που λήγουν σε -ire για το σχημαστιμό του πρώτου προσώπου πληθυντικού της υποτακτικής του παρατατικού
    sal(ire) (να σηκώνομαι, salgo (σηκώνομαι)) > salissimo (να σηκωνόμασταν)

Παράγωγα

  • Ιταλικές λέξεις με επίθημα -issimo στο Βικιλεξικό
  • για επιρρήματα, -issima + επίθημα -mente
    bellissimo (ωραιότατος) > bellissimamente (ωραιότατα)
  • εκφραστική επανάληψη: -issim -issim -issim ...o
    fortissimo > fortissimissimo, fortissimissimissimo, ...
    άλλες μορφές: fortississimo

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.