fortissimo
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- fortissimo < (άμεσο δάνειο) ιταλική fortissimo
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| fortissimo | fortissimos και fortissimi |
fortissimo (fr) αρσενικό
- το μέρος ενός μουσικού κομματιού που παίζεται φορτίσιμο
Ιταλικά (it)

Μουσικό σύμβολο fortissimo.
Αντώνυμα
Παράγωγα
- fortissimamente (επίρρημα)
- fortissimissimo (επιτατικό, → δείτε και τη λέξη fortississimo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.