osselet
Γαλλικά
(fr)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
osselet
osselets
osselet
(fr)
αρσενικό
(
σπάνιο
)
το
κοκαλάκι
les osselets
- είδος
παιχνιδιού
όπου πρέπει ο κάθε
παίκτης
να πάρει μικρά μακρόστενα αντικείμενα, συνήθως ξύλινα, το ένα μετά το άλλο, χωρίς να κινήσει τα υπόλοιπα· κάθε ένα από αυτά τα αντικείμενα
(
ανατομία
)
osselets de l'oreille
-
οστάρια
του
τυμπάνου
του
αυτιού
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.