instance

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
instance instances

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɪnstəns/
 

Ουσιαστικό

instance (en)

  1. το περιστατικό, το παράδειγμα, η περίπτωση
    Only one instance out of many will show you what…
    Ένα μονάχα περιστατικό μέσ' από πολλά θα σας δείξει τι…
  2. (πληροφορική) οι εξής περιπτώσεις, σημασιολογικά παρόμοιες, δηλαδή αφηρημένες οντότητες σε κατάσταση λειτουργίας:
    1. (γενικά) η εκτέλεση κώδικα προγράμματος, το πρόγραμμα σε κατάσταση λειτουργίας
    2. (στον αντικειμενοστρεφή προγραμματισμό)  δείτε τον όρο class instance, το στιγμιότυπο κλάσης
       δείτε και τη λέξη instantiation
      δείτε επίσης: instance (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
    3. (στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων)  δείτε τον όρο relation instance, το στιγμιότυπο σχέσης

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

πληροφορική:

  • instance στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
instance instances

instance (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.