mainmorte

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

mainmorte < main (με τη σημασία: κατοχή) + mort (που δεν υπάρχει πια)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mainmorte mainmortes

mainmorte (fr) θηλυκό

  • (νομικός όρος,ιστορία, στον Μεσαίωνα) κατάσταση ενός υποτελούς ηγεμόνα κατά την οποία αυτός έχει χάσει την ικανότητα να δώσει τα υπάρχοντά του σε κάποιον κληρονόμο

Σημειώσεις

Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.