perlimpinpin

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

perlimpinpin < ίσως από το pour le pinpin (« για τον αφελή »)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
perlimpinpin perlimpinpins

perlimpinpin (fr) αρσενικό

  1. (οικείο) λέξη που συναντιέται μόνο στην παρακάτω έκφραση, εννοώντας κάτι που χρησιμοποιείται για να εξαπατήσει κάποιον
    poudre de perlimpinpin: μια σκόνη που χρησιμοποιούσαν άλλοτε διάφοροι ψευτογιατροί για να γιατρέψουν κάθε είδους αρρώστια

Σημειώσεις

Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.