litanie
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- litanie < letanie < εκκλησιαστική λατινική litania < λιτανεία
Προφορά
- ΔΦΑ : /li.ta.ni/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| litanie | litanies |
litanie (fr) θηλυκό
- η λιτανεία, προσευχή κατά τη λειτουργία όπου όλες οι παρακλήσεις ακολουθούνται από μερικές λέξεις που επαναλαμβάνονται κάθε φορά από το εκκλησίασμα
- η λιτανεία, μακριά και μονότονη σειρά (αιτήσεων, παραπόνων, κλπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.