chant

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
chant chants

Ουσιαστικό

chant (en)

  • το ρυθμικό σύνθημα, οι λέξεις ή οι φράσεις που μια ομάδα ανθρώπων φωνάζει ή τραγουδάει ξανά και ξανά
    the chants of the demonstrators - τα ρυθμικά συνθήματα των διαδηλωτών

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃɑ̃/
 

Ουσιαστικό

chant (fr)

  1. το τραγούδι, το μουσικό κομμάτι
     συνώνυμα: chanson
  2. η δραστηριότητα του τραγουδιού
    j'aime beaucoup le chant - αγαπώ το τραγούδι (= μου αρέσει να τραγουδώ)
  3. το άσμα
    le chant des chants - άσμα ασμάτων
  4. το λάλημα

Εκφράσεις

Συγγενικά



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

chant αρσενικό

  1. το τραγούδι
  2. η μελωδία

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.