leeching

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

leeching (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
leeching leechings

leeching (en)

  1. ιατρική θεραπεία με βδέλλες
  2. (πληροφορική) η χρησιμοποίηση πληροφοριών και δημιουργιών άλλων (πχ. ελεύθερο λογισμικό) χωρίς να προσφέρεται κάτι σε αντάλλαγμα (πχ. δωρεά)
  3. (διαδικτυακή αργκό) το κατέβασμα (downloading) torrents χωρίς μοίρασμα (seeding)
     αντώνυμα: seeding

Συγγενικά

  • leecher

  • leeching στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.