lecturer

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

lecturer (en)

  1. αυτός που δίνει μια διάλεξη
  2. λέκτορας
  3. στην Εκκλησία της Αγγλίας, ο κληρικός που είχε ως κύριο έργο να δίνει απογευματινές διαλέξεις (κηρύγματα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.