latino

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

latino < λατινική latinum

Επίθετο

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό latino latini
θηλυκό latina latine

latino (it)

  1. ο λατίνος, ο κάτοικος του αρχαίου Λατίου
  2. ο ομιλητής της λατινικής γλώσσας.

Ουσιαστικό

latino (it)

  1. η γλώσσα που ομιλούνταν στο αρχαίο Λάτιο
  2. Μία από τις φυλές που ζούσαν στην αρχαία ιταλική χερσόνησο

Συγγενικά

  • latinista
  • latinorum
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.