Λάτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Λάτιο | τα | Λάτια |
| γενική | του | Λάτιου & Λατίου |
των | Λάτιων & Λατίων |
| αιτιατική | το | Λάτιο | τα | Λάτια |
| κλητική | Λάτιο | Λάτια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Λάτιο < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή Λάτιον < λατινική Latium < latus (ευρύς, πλατύς) < *stlātus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sterh₃- (εκτείνω, απλώνω) ή *stelh₃- (ευρύς, πλατύς)
-
Λάτιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.