kneel
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | kneel |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | kneels |
| αόριστος | knelt, kneeled |
| παθητική μετοχή | knelt, kneeled |
| ενεργητική μετοχή | kneeling |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ετυμολογία
kneel < (κληρονομημένο) μέση αγγλική knelen, knewlen < αγγλοσαξονική cneowlian
Ρήμα
kneel (en)
- γονατίζω
- ※ For what is a man? what has he got?
If not himself, then he has naught.
To say the things he truly feels,
And not the words of one who kneels.- Για τι είναι ο άνδρας; Τι έχει;
Αν δεν έχει τον εαυτό του, τότε έχει το τίποτα
Να λέει τα πράγματα που αισθάνεται πραγματικά
Και όχι τα λόγια κάποιου που γονατίζει. - Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι My Way, (1969) Φρανκ Σινάτρα
- Για τι είναι ο άνδρας; Τι έχει;
- ※ For what is a man? what has he got?
Συγγενικά
- kneeler
Σύνθετα
- kneel down
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.