jail

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

jail (en)

  1. φυλακή
  2. (ΗΠΑ) (ειδικότερα, επίσημο) τοπική φυλακή, χώρος κράτησης, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για άτομα που αναμένουν να δικαστούν ή δικάζονται (προφυλακισμένοι), για καταδικασμένους σε πολύ μικρά χρονικά διαστήματα ή για παροδική κράτηση κατάδικων μέχρι να μεταφερθούν σε πολιτειακές ή ομοσπονδιακές φυλακές
     δείτε και τις λέξεις prison και penitentiary
  3. φυλάκιση

Ρήμα

jail (en)

  • prison
  • jail στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.