penitentiary
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- penitentiary < (κληρονομημένο) μέση αγγλική penitentiary < μεσαιωνική λατινική penitentiaria < λατινική paenitentia → και δείτε penitentiary#English στο αγγλικό Βικιλεξικό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌpɛnɪˈtɛnʃəɹi/
Ουσιαστικό
penitentiary (en)
- σωφρονιστήριο, σωφρονιστική φυλακή
- (αμερικανική σημασία: ειδικότερα: επίσημο) φυλακή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για καταδικασμένους σε πολυετείς φυλακίσεις για κακουργήματα, καθώς και για φυλακισμένους με βίαιο ιστορικό εκτός ή εντός των φυλακών
Πηγές
- penitentiary - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- penitentiary - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- penitentiary - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.