σταυροδρόμι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σταυροδρόμι < σταυρο- + δρόμος

Ουσιαστικό

σταυροδρόμι ουδέτερο

  1. το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι
     συνώνυμα: διασταύρωση
  2. το σημείο στο οποίο συναντιούνται δύο ρεύματα, τάσεις, πολιτισμοί κλπ
  3. (μεταφορικά) το κρίσιμο σημείο μιας πορείας, εκεί που κάποιος πρέπει να αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθήσει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.