huilier
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- huilier < huile
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɥi.lje/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| huilier | huiliers |
huilier (fr) αρσενικό
- (σπάνιο) ο ελαιοπαραγωγός
- (πιο συνηθισμένο) σκεύος της κουζίνας με δύο φιάλες, μία για το λάδι και μία για το ξίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.