horodateur
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- horodateur < horo- + dateur
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɔ.ʁɔ.da.tœːʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| horodateur | horodateurs |
horodateur (fr) αρσενικό
- συσκευή που εκτυπώνει αυτόματα την ημερομηνία και την ώρα
- (ειδικότερα) το παρκόμετρο
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | horodateur | horodateurs |
| θηλυκό | horodatrice | horodatrices |
horodateur (fr)
- που εκτυπώνει αυτόματα την ημερομηνία και την ώρα
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.