dateur
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| dateur | dateurs |
dateur (fr) αρσενικό
- που χρησιμεύει στην ανάδειξη της ημερομηνίας
- μηχανισμός του ρολογιού που εμφανίζει την ημερομηνία
Σύνθετα
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.