homoncule
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- homoncule < homoncule < λατινική homunculus, υποκοριστικό του homo (άνθρωπος)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| homoncule | homoncules |
homoncule (fr) αρσενικό
- μικρό ανθρωποειδές ον που υποτίθεται ότι μπορούσαν να φτιάξουν οι αλχημιστές, ανθρωπάριο
- (παρωχημένο) μικρός άνθρωπος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.