homoncule

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

homoncule < homoncule < λατινική homunculus, υποκοριστικό του homo (άνθρωπος)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
homoncule homoncules

homoncule (fr) αρσενικό

  1. μικρό ανθρωποειδές ον που υποτίθεται ότι μπορούσαν να φτιάξουν οι αλχημιστές, ανθρωπάριο
  2. (παρωχημένο) μικρός άνθρωπος

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.