homo

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

homo < hom- + -o

Προφορά

 

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική homohomoj
αιτιατική homonhomojn

homo (eo)

  1. ο άνθρωπος
     δείτε τις λέξεις viro και virino
  2. το άτομο
    estis tre sukcesa festo kun ĉeesto de pli ol kvardek homoj
    ήταν πολύ πετυχημένη εορτή με παρουσία περισσότερων από σαράντα ατόμων



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

homo (la) αρσενικό ή θηλυκό

Εκφράσεις

Σύνθετα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική homo hominēs
γενική hominis hominum
δοτική hominī hominibus
αιτιατική hominem hominēs
κλητική homo hominēs
αφαιρετική homine hominibus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.