freeze
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | freeze |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | freezes |
| αόριστος | froze |
| παθητική μετοχή | frozen |
| ενεργητική μετοχή | freezing |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
Ρήμα
freeze (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παγώνω, για νερό ή άλλο υγρό που μεταβάλλεται σε πάγο
- ↪ Water freezes at zero degrees.
- Το νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς.
- ↪ Water freezes at zero degrees.
- (μεταβατικό) παγώνω, μπλοκάρω, διατηρώ μισθούς, τιμές κτλ. σε σταθερό επίπεδο για ένα χρονικό διάστημα
- ↪ The government froze prices and wages.
- Η κυβέρνηση πάγωσε τις τιμές και τους μισθούς.
- ↪ They are freezing housing rents from tomorrow.
- Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών.
- ↪ The government froze prices and wages.
Παράγωγα
Ομώνυμα / Ομόηχα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.