freeze

Αγγλικά (en)

ενεστώτας freeze
γ΄ ενικό ενεστώτα freezes
αόριστος froze
παθητική μετοχή frozen
ενεργητική μετοχή freezing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ρήμα

freeze (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παγώνω, για νερό ή άλλο υγρό που μεταβάλλεται σε πάγο
    Water freezes at zero degrees.
    Το νερό παγώνει στους μηδέν βαθμούς.
  2. (μεταβατικό) παγώνω, μπλοκάρω, διατηρώ μισθούς, τιμές κτλ. σε σταθερό επίπεδο για ένα χρονικό διάστημα
    The government froze prices and wages.
    Η κυβέρνηση πάγωσε τις τιμές και τους μισθούς.
    They are freezing housing rents from tomorrow.
    Παγώνουν από αύριο τα ενοίκια κατοικιών.

Σύνθετα

Παράγωγα

Ομώνυμα / Ομόηχα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.