foutu

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

foutu < foutre

Προφορά

ΔΦΑ : /fu.ty/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό foutu foutus
θηλυκό foutue foutues

foutu (fr) (οικείο)

  1. κακός (ακολουθείται από ένα ουσιαστικό)
     συνώνυμα: sacré, sale
  2. σχηματισμένος, φτιαγμένος (ακολουθεί το «καλο-» ή «κακο-»)
     συνώνυμα: roulé
  3. χαμένος, καταδικασμένος, μακαρίτης
     συνώνυμα: fini
  4. ικανός να

Εκφράσεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.