foutu
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- foutu < foutre
Προφορά
- ΔΦΑ : /fu.ty/
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | foutu | foutus |
| θηλυκό | foutue | foutues |
- κακός (ακολουθείται από ένα ουσιαστικό)
- σχηματισμένος, φτιαγμένος (ακολουθεί το «καλο-» ή «κακο-»)
- ≈ συνώνυμα: roulé
- χαμένος, καταδικασμένος, μακαρίτης
- ικανός να
Εκφράσεις
- mal foutu (για πρόσωπα) - κουρασμένος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.