formulation

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

formulation (en)

  1. διατύπωση, έκφραση
  2. διαδικασία προετοιμασίας (κατασκευής, διάλεξης, μίγματος, οτιδήποτε)
  3. προπαρασκευή

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
formulation formulations

Ουσιαστικό

formulation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.