fling
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | fling |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | flings |
| αόριστος | flung |
| παθητική μετοχή | flung |
| ενεργητική μετοχή | flinging |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
fling (en)
- (μεταβατικό) εκσφενδονίζω, πετάω ή σπρώχνω κάποιον ή κάτι με δύναμη, ειδικά επειδή είμαι θυμωμένος ή με απρόσεκτο τρόπο
- (μεταβατικό) πετιέμαι, ρίχνω, κινούμαι ξαφνικά με δύναμη
- ↪ He was flung six meters away by the explosion.
- Πετάχτηκε έξι μέτρα μακριά από την έκρηξη.
- ↪ He was flung into prison.
- Τον ρίξανε στη φυλακή.
- ↪ He flung himself at the burglar.
- Ρίχτηκε εναντίον του διαρρήκτη.
- ↪ He was flung six meters away by the explosion.
- (μεταβατικό) πετάω βρισιά, πετάω κατάμουτρα, ρίχνω, λέω κάτι σε κάποιον με επιθετικό τρόπο
Σύνθετα
Πηγές
- fling - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 273, 697, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκσφενδονίζω, πετώ, ρίχνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.