hurl

Αγγλικά (en)

ενεστώτας hurl
γ΄ ενικό ενεστώτα hurls
αόριστος hurled
παθητική μετοχή hurled
ενεργητική μετοχή hurling

Ρήμα

hurl (en)

  1. (μεταβατικό) πετάω, ρίχνω κάποιο αντικείμενο βίαια
    He hurled his spear at the tiger.
    Πέταξε το ακόντιό του στην τίγρη.
    The blast hurled them to the ground.
    Η έκρηξη τους έριξε στο χώμα.
    'He hurled himself at the burglar.
    Ρίχτηκε εναντίον του διαρρήκτη.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη throw
  2. (μεταβατικό) πετάω βρισιά, πετάω κατάμουτρα
    I hurl insults at someone.
    Πετώ βρισιές σε κάποιον.
    I am hurling an accusation at someone.
    Πετάω κατάμουτρα μια κατηγορία.
     συνώνυμα: fling
  3. (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) ξερνώ
    He hurled everything he had eaten.
    Ξέρασε ό,τι είχε φάει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη vomit

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.