familialiste

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
familialiste familialistes

familialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που υποστηρίζει την αύξηση της αξίας της οικογένειας στην κοινωνία
  2. δικηγόρος ειδικευμένος στο οικογενειακό δίκαιο

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
familialiste familialistes

familialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός της αύξησης της αξίας της οικογένειας στην κοινωνία

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη famille
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.