erratum

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

erratum < λατινική erratum

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
erratum errata

erratum (fr) αρσενικό

  • δείτε τον ορισμό της λατινικής λέξης



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

erratum < ουδέτερο του erratus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος erro

Κλιτικός τύπος μετοχής

erratum ουδέτερο

  • (σε εκδόσεις βιβλίων) σήμανση για τυπογραφικά και άλλα λάθη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.