errata
Αγγλικά (en)
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος μετοχής
errata (la)
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του erratus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του erratus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.