equal

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός equal
συγκριτικός more equal
υπερθετικός most equal

equal (en)

  • ίσος
    equal pay for equal work - ίση πληρωμή για ίση δουλειά
    They are equal in strength.
    Είναι ίσιοι στη δύναμη.

Συνώνυμα

Σύνθετα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
equal equals

equal (en)

  • ίσος
    He is my equal in speed.
    Είναι ίσος με μένα στην ταχύτητα.

Ρήμα

ενεστώτας equal
γ΄ ενικό ενεστώτα equals
αόριστος equalled (ΗΒ), equaled (ΗΠΑ)
παθητική μετοχή equalled (ΗΒ), equaled (ΗΠΑ)
ενεργητική μετοχή equalling (ΗΒ), equaling (ΗΠΑ)

equal (en)

  1. είμαι ίσος, ισούμαι, κάνω
    three plus two equals five - τρία και δύο ισούται με πέντε
    zero plus one equals one - μηδέν και ένα κάνει ένα
  2. συναγωνίζομαι, είμαι τόσο καλός όσο κάτι άλλο ή κάνω κάτι στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο
    Nothing equals soccer in excitement.
    Τίποτα δε συναγωνίζεται το ποδόσφαιρο σε συγκινήσεις.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη rival

Πολυλεκτικοί όροι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.