υπώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπώνυμο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hyponym < ὑπό + ὄνυμα (ὄνομα)

Ουσιαστικό

υπώνυμο ουδέτερο

  1. (γλωσσολογία) λέξη που εντάσσεται σημασιολογικά σε μια ευρύτερη έννοια
    η λέξη γάτα είναι υπώνυμο της λέξης ζώο
    η λέξη αστρονομική συζυγία αποτελεί υπώνυμο του υπερώνυμου σύνοδος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.