enclavement
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- enclavement < enclaver
Προφορά
- ΔΦΑ : /?/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| enclavement | enclavements |
enclavement (fr) αρσενικό
- η ακινητοποίηση μέσα σε κάτι
- η ακινητοποίηση ενός ξένου σώματος μέσα σε ένα όργανο ή ιστό του σώματος
- η ακινητοποίηση του κεφαλιού του εμβρύου κατά τη γέννα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.