days
Αγγλικά
(en)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈdeɪz
/
Ομώνυμα / Ομόηχα
daze
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
days
(en)
πληθυντικός αριθμός
του
day
Ουσιαστικό
days
(en)
χρονικό
διάστημα
απροσδιόριστης
έκτασης
ζωή
Επίρρημα
days
(en)
κατά
τη
διάρκεια
της
ημέρας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.