στριμώχνομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
στριμώχνομαι
<
στριμώχνω
+
-ομαι
Ρήμα
στριμώχνομαι
παθητική φωνή
του ρήματος
στριμώχνω
Συνώνυμα
συνωθούμαι
συνωστίζομαι
Μεταφράσεις
στριμώχνομαι
αγγλικά
:
crowd
(en)
γαλλικά
:
se serrer
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.