cool down
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | cool down |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cools down |
| αόριστος | cooled down |
| παθητική μετοχή | cooled down |
| ενεργητική μετοχή | cooling down |
Ρήμα
cool down (en)
- (μεταβατικό) κρυώνω, κάνω κάτι πιο κρύο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ηρεμώ, γίνομαι ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
- (αμετάβατο, οικονομία) πέφτω λίγο
- (αμετάβατο) κρυώνω, γίνομαι περισσότερο κρύο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.