cool down

Αγγλικά (en)

ενεστώτας cool down
γ΄ ενικό ενεστώτα cools down
αόριστος cooled down
παθητική μετοχή cooled down
ενεργητική μετοχή cooling down

Ετυμολογία

cool down <  δείτε τις λέξεις cool και down

Ρήμα

cool down (en)

  1. (μεταβατικό) κρυώνω, κάνω κάτι πιο κρύο
    Blow on the soup to cool it down.
    Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
    Put the wine in the fridge to cool it down.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cool
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ηρεμώ, γίνομαι ήρεμος, λιγότερο ενθουσιασμένος ή λιγότερο ενθουσιώδης
    when our class cooled down - όταν ηρέμησε η τάξη μας
    Much time passed before she cooled down.
    Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ηρεμήσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη relax
  3. (αμετάβατο, οικονομία) πέφτω λίγο
    Prices cooled down a little.
    Οι τιμές πέσαν λίγο.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decline
  4. (αμετάβατο) κρυώνω, γίνομαι περισσότερο κρύο
    Blow on the soup so it cools down.
    Φύσα τη σούπα να κρυώσει.
    Put the wine in the fridge to cool down.
    Βάλε το κρασί στο ψυγείο να κρυώσει.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cool

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.