construct
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
construct (en)
- κατασκευή, κατασκεύασμα
- κάτι που έχει κατασκευαστεί από διαφορετικά κομμάτια ή εξαρτήματα
- (προγραμματισμός) εντολή σε κώδικα γλώσσας προγραμματισμού που αποτελείται από περισσότερες εντολές, όπως οι βρόχοι (loops), οι εντολές υπό συνθήκη (conditional statements), οι κλάσεις, κλπ
- δείτε επίσης: Language construct στην αγγλική Βικιπαίδεια
- (προγραμματισμός) όταν αναφέρεται σε δεδομένα, η δομή δεδομένων (data structure)
Προφορά 2
| ενεστώτας | construct |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | constructs |
| αόριστος | constructed |
| παθητική μετοχή | constructed |
| ενεργητική μετοχή | constructing |
-
construct στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.