κλαμπ
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Κλαμπ γεμάτο κόσμο.
Ετυμολογία
- κλαμπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική club[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈklab/
Ουσιαστικό
κλαμπ ουδέτερο άκλιτο
- νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
- λέσχη
- (προφορικό, γαστρονομία) το κλαμπ σάντουιτς
Αναφορές
- κλαμπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.