κλαμπ

Νέα ελληνικά (el)

Κλαμπ γεμάτο κόσμο.

Ετυμολογία

κλαμπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική club[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈklab/

Ουσιαστικό

κλαμπ ουδέτερο άκλιτο

  1. νυχτερινό κέντρο διασκέδασης
  2. λέσχη
  3. (προφορικό, γαστρονομία) το κλαμπ σάντουιτς

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.