claw

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
claw claws

claw (en)

  1. το νύχι (ζώου ή πουλιού)
  2. η δαγκάνα ενός αρθρόποδου
    lobster claws - οι δαγκάνες του αστακού

Ρήμα

ενεστώτας claw
γ΄ ενικό ενεστώτα claws
αόριστος clawed
παθητική μετοχή clawed
ενεργητική μετοχή clawing

claw (en)

  1. γδέρνω ή ξεσκίζω με τα νύχια
    Stop clawing at the guitar. (μεταφορικά)
    Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.
  2. αρπάζω κάτι με τα νύχια
  3. σκαρφαλώνω μετα νύχια

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.